Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γρυνός
γρῦνος
γρυπάετος
γρυπαλώπηξ
γρυπανίζω
γρυπάνιος
γρυπή
γρυπόομαι
γρυπός
γρυπότης
γρύπτω
γρύπωσις
γρυσμός
γρύτη
γρυτοπωλεῖον
γρυτοπώλης
γρύψ
γρωθύλοι
γρώνη
γρῶνος
γυάλας
View word page
γρύπτω
become bent
ShortDef
become bent
Debugging
Headword:
γρύπτω
Headword (normalized):
γρύπτω
Headword (normalized/stripped):
γρυπτω
IDX:
19489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19490
Key:
Data
{'content': 'become bent'}