Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γρονθοκοπῶ
γρόνθος
γρόνθων
γροσφομάχος
γρόσφος
γροφά
γροφισμός
γρῦ
γρύζω
γρυκτός
γρυλίζω
γρυλλισμός
γρυλλογραφέω
γρύλλος
γρῦλος
Γρύλος
γρυμέα
Γρύνεια
γρυνός
γρῦνος
γρυπάετος
View word page
γρυλίζω
to grunt

ShortDef

to grunt

Debugging

Headword:
γρυλίζω
Headword (normalized):
γρυλίζω
Headword (normalized/stripped):
γρυλιζω
IDX:
19471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19472
Key:

Data

{'content': 'to grunt'}