Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γριφώδης
γρομφάζω
γρονθοκοπῶ
γρόνθος
γρόνθων
γροσφομάχος
γρόσφος
γροφά
γροφισμός
γρῦ
γρύζω
γρυκτός
γρυλίζω
γρυλλισμός
γρυλλογραφέω
γρύλλος
γρῦλος
Γρύλος
γρυμέα
Γρύνεια
γρυνός
View word page
γρύζω
grumble, mutter

ShortDef

grumble, mutter

Debugging

Headword:
γρύζω
Headword (normalized):
γρύζω
Headword (normalized/stripped):
γρυζω
IDX:
19469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19470
Key:

Data

{'content': 'grumble, mutter'}