Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γριφότης
γριφώδης
γρομφάζω
γρονθοκοπῶ
γρόνθος
γρόνθων
γροσφομάχος
γρόσφος
γροφά
γροφισμός
γρῦ
γρύζω
γρυκτός
γρυλίζω
γρυλλισμός
γρυλλογραφέω
γρύλλος
γρῦλος
Γρύλος
γρυμέα
Γρύνεια
View word page
γρῦ
a grunt
ShortDef
a grunt
Debugging
Headword:
γρῦ
Headword (normalized):
γρῦ
Headword (normalized/stripped):
γρυ
IDX:
19468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19469
Key:
Data
{'content': 'a grunt'}