Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γριφεύω
γριφοειδής
γριφοπλόκος
γρῖφος
γριφότης
γριφώδης
γρομφάζω
γρονθοκοπῶ
γρόνθος
γρόνθων
γροσφομάχος
γρόσφος
γροφά
γροφισμός
γρῦ
γρύζω
γρυκτός
γρυλίζω
γρυλλισμός
γρυλλογραφέω
γρύλλος
View word page
γροσφομάχος
fighting with the γρόσφος

ShortDef

fighting with the γρόσφος

Debugging

Headword:
γροσφομάχος
Headword (normalized):
γροσφομάχος
Headword (normalized/stripped):
γροσφομαχος
IDX:
19464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19465
Key:

Data

{'content': 'fighting with the γρόσφος'}