Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γρίπων
γρίσων
γριφᾶσθαι
γριφεύω
γριφοειδής
γριφοπλόκος
γρῖφος
γριφότης
γριφώδης
γρομφάζω
γρονθοκοπῶ
γρόνθος
γρόνθων
γροσφομάχος
γρόσφος
γροφά
γροφισμός
γρῦ
γρύζω
γρυκτός
γρυλίζω
View word page
γρονθοκοπῶ
beat with fists

ShortDef

beat with fists

Debugging

Headword:
γρονθοκοπῶ
Headword (normalized):
γρονθοκοπῶ
Headword (normalized/stripped):
γρονθοκοπω
IDX:
19461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19462
Key:

Data

{'content': 'beat with fists'}