Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γρῖπος
γρίπων
γρίσων
γριφᾶσθαι
γριφεύω
γριφοειδής
γριφοπλόκος
γρῖφος
γριφότης
γριφώδης
γρομφάζω
γρονθοκοπῶ
γρόνθος
γρόνθων
γροσφομάχος
γρόσφος
γροφά
γροφισμός
γρῦ
γρύζω
γρυκτός
View word page
γρομφάζω
grunt
ShortDef
grunt
Debugging
Headword:
γρομφάζω
Headword (normalized):
γρομφάζω
Headword (normalized/stripped):
γρομφαζω
IDX:
19460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19461
Key:
Data
{'content': 'grunt'}