Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γρίπισμα
γρῖπος
γρίπων
γρίσων
γριφᾶσθαι
γριφεύω
γριφοειδής
γριφοπλόκος
γρῖφος
γριφότης
γριφώδης
γρομφάζω
γρονθοκοπῶ
γρόνθος
γρόνθων
γροσφομάχος
γρόσφος
γροφά
γροφισμός
γρῦ
γρύζω
View word page
γριφώδης
like a riddle

ShortDef

like a riddle

Debugging

Headword:
γριφώδης
Headword (normalized):
γριφώδης
Headword (normalized/stripped):
γριφωδης
IDX:
19459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19460
Key:

Data

{'content': 'like a riddle'}