Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γριπίζω
γρίπισμα
γρῖπος
γρίπων
γρίσων
γριφᾶσθαι
γριφεύω
γριφοειδής
γριφοπλόκος
γρῖφος
γριφότης
γριφώδης
γρομφάζω
γρονθοκοπῶ
γρόνθος
γρόνθων
γροσφομάχος
γρόσφος
γροφά
γροφισμός
γρῦ
View word page
γριφότης
obscurity
ShortDef
obscurity
Debugging
Headword:
γριφότης
Headword (normalized):
γριφότης
Headword (normalized/stripped):
γριφοτης
IDX:
19458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19459
Key:
Data
{'content': 'obscurity'}