Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γριπεύς
γριπεύω
γριπέω
γριπηίς
γριπίζω
γρίπισμα
γρῖπος
γρίπων
γρίσων
γριφᾶσθαι
γριφεύω
γριφοειδής
γριφοπλόκος
γρῖφος
γριφότης
γριφώδης
γρομφάζω
γρονθοκοπῶ
γρόνθος
γρόνθων
γροσφομάχος
View word page
γριφεύω
ask riddles
ShortDef
ask riddles
Debugging
Headword:
γριφεύω
Headword (normalized):
γριφεύω
Headword (normalized/stripped):
γριφευω
IDX:
19454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19455
Key:
Data
{'content': 'ask riddles'}