Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γριπάομαι
γριπεύς
γριπεύω
γριπέω
γριπηίς
γριπίζω
γρίπισμα
γρῖπος
γρίπων
γρίσων
γριφᾶσθαι
γριφεύω
γριφοειδής
γριφοπλόκος
γρῖφος
γριφότης
γριφώδης
γρομφάζω
γρονθοκοπῶ
γρόνθος
γρόνθων
View word page
γριφᾶσθαι
scratch
ShortDef
scratch
Debugging
Headword:
γριφᾶσθαι
Headword (normalized):
γριφᾶσθαι
Headword (normalized/stripped):
γριφασθαι
IDX:
19453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19454
Key:
Data
{'content': 'scratch'}