Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γρηγορικός
γρίντης
γριπάομαι
γριπεύς
γριπεύω
γριπέω
γριπηίς
γριπίζω
γρίπισμα
γρῖπος
γρίπων
γρίσων
γριφᾶσθαι
γριφεύω
γριφοειδής
γριφοπλόκος
γρῖφος
γριφότης
γριφώδης
γρομφάζω
γρονθοκοπῶ
View word page
γρίπων
a fisherman
ShortDef
a fisherman
Debugging
Headword:
γρίπων
Headword (normalized):
γρίπων
Headword (normalized/stripped):
γριπων
IDX:
19451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19452
Key:
Data
{'content': 'a fisherman'}