Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γρηγορέω
γρηγόρησις
γρηγορικός
γρίντης
γριπάομαι
γριπεύς
γριπεύω
γριπέω
γριπηίς
γριπίζω
γρίπισμα
γρῖπος
γρίπων
γρίσων
γριφᾶσθαι
γριφεύω
γριφοειδής
γριφοπλόκος
γρῖφος
γριφότης
γριφώδης
View word page
γρίπισμα
that which is caught, gain
ShortDef
that which is caught, gain
Debugging
Headword:
γρίπισμα
Headword (normalized):
γρίπισμα
Headword (normalized/stripped):
γριπισμα
IDX:
19449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19450
Key:
Data
{'content': 'that which is caught, gain'}