Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἰγωλιός
αἰγῶνυξ
αἰγωπός
Ἀΐδας
αἰδέομαι
αἰδέσιμος
αἰδεσιμότης
αἴδεσις
αἰδεστέον
αἰδεστικός
αἰδεστός
ἀΐδηλος
αἰδημονικός
αἰδημοσύνη
αἰδήμων
αἵδης
Ἀΐδης
ἀϊδής
ἀΐδιος
ἀϊδιότης
ἀϊδνός
View word page
αἰδεστός
revered, venerable

ShortDef

revered, venerable

Debugging

Headword:
αἰδεστός
Headword (normalized):
αἰδεστός
Headword (normalized/stripped):
αιδεστος
IDX:
1944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1945
Key:

Data

{'content': 'revered, venerable'}