Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γραώδης
γρηγορέω
γρηγόρησις
γρηγορικός
γρίντης
γριπάομαι
γριπεύς
γριπεύω
γριπέω
γριπηίς
γριπίζω
γρίπισμα
γρῖπος
γρίπων
γρίσων
γριφᾶσθαι
γριφεύω
γριφοειδής
γριφοπλόκος
γρῖφος
γριφότης
View word page
γριπίζω
netting

ShortDef

netting

Debugging

Headword:
γριπίζω
Headword (normalized):
γριπίζω
Headword (normalized/stripped):
γριπιζω
IDX:
19448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19449
Key:

Data

{'content': 'netting'}