Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γραψαῖος
γράω
γραώδης
γρηγορέω
γρηγόρησις
γρηγορικός
γρίντης
γριπάομαι
γριπεύς
γριπεύω
γριπέω
γριπηίς
γριπίζω
γρίπισμα
γρῖπος
γρίπων
γρίσων
γριφᾶσθαι
γριφεύω
γριφοειδής
γριφοπλόκος
View word page
γριπέω
catch

ShortDef

catch

Debugging

Headword:
γριπέω
Headword (normalized):
γριπέω
Headword (normalized/stripped):
γριπεω
IDX:
19446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19447
Key:

Data

{'content': 'catch'}