Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γραφιοθήκη
γραφίς
γραφίσκος
γραφοειδής
γράφω
γραψαῖος
γράω
γραώδης
γρηγορέω
γρηγόρησις
γρηγορικός
γρίντης
γριπάομαι
γριπεύς
γριπεύω
γριπέω
γριπηίς
γριπίζω
γρίπισμα
γρῖπος
γρίπων
View word page
γρηγορικός
wakeful, watchful

ShortDef

wakeful, watchful

Debugging

Headword:
γρηγορικός
Headword (normalized):
γρηγορικός
Headword (normalized/stripped):
γρηγορικος
IDX:
19441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19442
Key:

Data

{'content': 'wakeful, watchful'}