Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γραφικός
γραφιοειδής
γραφιοθήκη
γραφίς
γραφίσκος
γραφοειδής
γράφω
γραψαῖος
γράω
γραώδης
γρηγορέω
γρηγόρησις
γρηγορικός
γρίντης
γριπάομαι
γριπεύς
γριπεύω
γριπέω
γριπηίς
γριπίζω
γρίπισμα
View word page
γρηγορέω
to be awake
ShortDef
to be awake
Debugging
Headword:
γρηγορέω
Headword (normalized):
γρηγορέω
Headword (normalized/stripped):
γρηγορεω
IDX:
19439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19440
Key:
Data
{'content': 'to be awake'}