Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γραμματοκύφων
γραμματολικριφίς
γραμματοπίναξ
γραμματοφορέω
γραμματοφόρος
γραμματοφυλάκιον
γραμματοφύλαξ
γραμμή
γραμμιαῖος
γραμμικός
γραμμιστήρ
γραμμιστός
γραμμοδιδασκαλίδης
γραμμοειδής
γραμμοποίκιλος
γραμμός
γραμμοτόκος
γραμμώδης
Γράνικος
Γράνιος
γραολογία
View word page
γραμμιστήρ
a surgical instrument

ShortDef

a surgical instrument

Debugging

Headword:
γραμμιστήρ
Headword (normalized):
γραμμιστήρ
Headword (normalized/stripped):
γραμμιστηρ
IDX:
19398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19399
Key:

Data

{'content': 'a surgical instrument'}