Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γραμματοεισαγωγεύς
γραμματόκος
γραμματοκύφων
γραμματολικριφίς
γραμματοπίναξ
γραμματοφορέω
γραμματοφόρος
γραμματοφυλάκιον
γραμματοφύλαξ
γραμμή
γραμμιαῖος
γραμμικός
γραμμιστήρ
γραμμιστός
γραμμοδιδασκαλίδης
γραμμοειδής
γραμμοποίκιλος
γραμμός
γραμμοτόκος
γραμμώδης
Γράνικος
View word page
γραμμιαῖος
linear
ShortDef
linear
Debugging
Headword:
γραμμιαῖος
Headword (normalized):
γραμμιαῖος
Headword (normalized/stripped):
γραμμιαιος
IDX:
19396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19397
Key:
Data
{'content': 'linear'}