Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γραμματιστής
γραμματιστική
γραμματοδιδάσκαλος
γραμματοειδής
γραμματόεις
γραμματοεισαγωγεύς
γραμματόκος
γραμματοκύφων
γραμματολικριφίς
γραμματοπίναξ
γραμματοφορέω
γραμματοφόρος
γραμματοφυλάκιον
γραμματοφύλαξ
γραμμή
γραμμιαῖος
γραμμικός
γραμμιστήρ
γραμμιστός
γραμμοδιδασκαλίδης
γραμμοειδής
View word page
γραμματοφορέω
to carry

ShortDef

to carry

Debugging

Headword:
γραμματοφορέω
Headword (normalized):
γραμματοφορέω
Headword (normalized/stripped):
γραμματοφορεω
IDX:
19391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19392
Key:

Data

{'content': 'to carry'}