Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γραμματεία
γραμματείδιον
γραμματειδιοποιός
γραμματεῖον
γραμματεύς
γραμματεύω
γραμματηφόρος
γραμματίζω
γραμματικεύομαι
γραμματικομάστιξ
γραμματικός
γραμματισμός
γραμματιστής
γραμματιστική
γραμματοδιδάσκαλος
γραμματοειδής
γραμματόεις
γραμματοεισαγωγεύς
γραμματόκος
γραμματοκύφων
γραμματολικριφίς
View word page
γραμματικός
knowing one's letters, well grounded in the rudiments, a grammarian

ShortDef

knowing one's letters, well grounded in the rudiments, a grammarian

Debugging

Headword:
γραμματικός
Headword (normalized):
γραμματικός
Headword (normalized/stripped):
γραμματικος
IDX:
19379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19380
Key:

Data

{'content': "knowing one's letters, well grounded in the rudiments, a grammarian"}