Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γραμμά
γραμμάριον
γραμματεία
γραμματείδιον
γραμματειδιοποιός
γραμματεῖον
γραμματεύς
γραμματεύω
γραμματηφόρος
γραμματίζω
γραμματικεύομαι
γραμματικομάστιξ
γραμματικός
γραμματισμός
γραμματιστής
γραμματιστική
γραμματοδιδάσκαλος
γραμματοειδής
γραμματόεις
γραμματοεισαγωγεύς
γραμματόκος
View word page
γραμματικεύομαι
to be a grammarian

ShortDef

to be a grammarian

Debugging

Headword:
γραμματικεύομαι
Headword (normalized):
γραμματικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
γραμματικευομαι
IDX:
19377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19378
Key:

Data

{'content': 'to be a grammarian'}