Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γράμμα
γραμμά
γραμμάριον
γραμματεία
γραμματείδιον
γραμματειδιοποιός
γραμματεῖον
γραμματεύς
γραμματεύω
γραμματηφόρος
γραμματίζω
γραμματικεύομαι
γραμματικομάστιξ
γραμματικός
γραμματισμός
γραμματιστής
γραμματιστική
γραμματοδιδάσκαλος
γραμματοειδής
γραμματόεις
γραμματοεισαγωγεύς
View word page
γραμματίζω
teach the spelling of a word

ShortDef

teach the spelling of a word

Debugging

Headword:
γραμματίζω
Headword (normalized):
γραμματίζω
Headword (normalized/stripped):
γραμματιζω
IDX:
19376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19377
Key:

Data

{'content': 'teach the spelling of a word'}