Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Γράκχος
γράμμα
γραμμά
γραμμάριον
γραμματεία
γραμματείδιον
γραμματειδιοποιός
γραμματεῖον
γραμματεύς
γραμματεύω
γραμματηφόρος
γραμματίζω
γραμματικεύομαι
γραμματικομάστιξ
γραμματικός
γραμματισμός
γραμματιστής
γραμματιστική
γραμματοδιδάσκαλος
γραμματοειδής
γραμματόεις
View word page
γραμματηφόρος
a letter-carrier

ShortDef

a letter-carrier

Debugging

Headword:
γραμματηφόρος
Headword (normalized):
γραμματηφόρος
Headword (normalized/stripped):
γραμματηφορος
IDX:
19375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19376
Key:

Data

{'content': 'a letter-carrier'}