Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γραιόομαι
γραιωπίας
Γράκχος
γράμμα
γραμμά
γραμμάριον
γραμματεία
γραμματείδιον
γραμματειδιοποιός
γραμματεῖον
γραμματεύς
γραμματεύω
γραμματηφόρος
γραμματίζω
γραμματικεύομαι
γραμματικομάστιξ
γραμματικός
γραμματισμός
γραμματιστής
γραμματιστική
γραμματοδιδάσκαλος
View word page
γραμματεύς
a secretary, clerk

ShortDef

a secretary, clerk

Debugging

Headword:
γραμματεύς
Headword (normalized):
γραμματεύς
Headword (normalized/stripped):
γραμματευς
IDX:
19373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19374
Key:

Data

{'content': 'a secretary, clerk'}