Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γραΐζω
Γραικίζω
Γραικιστί
γραίνω
γραιόομαι
γραιωπίας
Γράκχος
γράμμα
γραμμά
γραμμάριον
γραμματεία
γραμματείδιον
γραμματειδιοποιός
γραμματεῖον
γραμματεύς
γραμματεύω
γραμματηφόρος
γραμματίζω
γραμματικεύομαι
γραμματικομάστιξ
γραμματικός
View word page
γραμματεία
the office of the γραμματεύς
ShortDef
the office of the γραμματεύς
Debugging
Headword:
γραμματεία
Headword (normalized):
γραμματεία
Headword (normalized/stripped):
γραμματεια
IDX:
19369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19370
Key:
Data
{'content': 'the office of the γραμματεύς'}