Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Αἰγυπτιστί
Αἰγυπτιώδης
Αἰγυπτογενής
Αἰγυπτόνδε
Αἴγυπτος
Αἶγυς
Αἰγύτης
Αἰγῦτις
αἰγωλιός
αἰγῶνυξ
αἰγωπός
Ἀΐδας
αἰδέομαι
αἰδέσιμος
αἰδεσιμότης
αἴδεσις
αἰδεστέον
αἰδεστικός
αἰδεστός
ἀΐδηλος
αἰδημονικός
View word page
αἰγωπός
goat-eyed
ShortDef
goat-eyed
Debugging
Headword:
αἰγωπός
Headword (normalized):
αἰγωπός
Headword (normalized/stripped):
αιγωπος
IDX:
1936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1937
Key:
Data
{'content': 'goat-eyed'}