Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Γοῦττας
γουττᾶτον
γοώδης
γράα
γράβδην
γράβιον
γραῖα
Γραῖα
γραΐδιον
γραΐζω
Γραικίζω
Γραικιστί
γραίνω
γραιόομαι
γραιωπίας
Γράκχος
γράμμα
γραμμά
γραμμάριον
γραμματεία
γραμματείδιον
View word page
Γραικίζω
speak Greek

ShortDef

speak Greek

Debugging

Headword:
Γραικίζω
Headword (normalized):
γραικίζω
Headword (normalized/stripped):
γραικιζω
IDX:
19360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19361
Key:

Data

{'content': 'speak Greek'}