Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γουνόομαι
γουνοπαγής
γουνοπαχής
γουνός
γούντη
γοῦρος
Γοῦττας
γουττᾶτον
γοώδης
γράα
γράβδην
γράβιον
γραῖα
Γραῖα
γραΐδιον
γραΐζω
Γραικίζω
Γραικιστί
γραίνω
γραιόομαι
γραιωπίας
View word page
γράβδην
grazing, scraping
ShortDef
grazing, scraping
Debugging
Headword:
γράβδην
Headword (normalized):
γράβδην
Headword (normalized/stripped):
γραβδην
IDX:
19354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19355
Key:
Data
{'content': 'grazing, scraping'}