Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γουνασμός
Γουνεύς
γουνόομαι
γουνοπαγής
γουνοπαχής
γουνός
γούντη
γοῦρος
Γοῦττας
γουττᾶτον
γοώδης
γράα
γράβδην
γράβιον
γραῖα
Γραῖα
γραΐδιον
γραΐζω
Γραικίζω
Γραικιστί
γραίνω
View word page
γοώδης
mournful
ShortDef
mournful
Debugging
Headword:
γοώδης
Headword (normalized):
γοώδης
Headword (normalized/stripped):
γοωδης
IDX:
19352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19353
Key:
Data
{'content': 'mournful'}