Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γουνάζομαι
γούνασμα
γουνασμός
Γουνεύς
γουνόομαι
γουνοπαγής
γουνοπαχής
γουνός
γούντη
γοῦρος
Γοῦττας
γουττᾶτον
γοώδης
γράα
γράβδην
γράβιον
γραῖα
Γραῖα
γραΐδιον
γραΐζω
Γραικίζω
View word page
Γοῦττας
Gutta
ShortDef
Gutta
Debugging
Headword:
Γοῦττας
Headword (normalized):
γοῦττας
Headword (normalized/stripped):
γουττας
IDX:
19350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19351
Key:
Data
{'content': 'Gutta'}