Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γοῦν
γουνάζομαι
γούνασμα
γουνασμός
Γουνεύς
γουνόομαι
γουνοπαγής
γουνοπαχής
γουνός
γούντη
γοῦρος
Γοῦττας
γουττᾶτον
γοώδης
γράα
γράβδην
γράβιον
γραῖα
Γραῖα
γραΐδιον
γραΐζω
View word page
γοῦρος
cake

ShortDef

cake

Debugging

Headword:
γοῦρος
Headword (normalized):
γοῦρος
Headword (normalized/stripped):
γουρος
IDX:
19349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19350
Key:

Data

{'content': 'cake'}