Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Γόρτυς
γορφία
γοῦν
γουνάζομαι
γούνασμα
γουνασμός
Γουνεύς
γουνόομαι
γουνοπαγής
γουνοπαχής
γουνός
γούντη
γοῦρος
Γοῦττας
γουττᾶτον
γοώδης
γράα
γράβδην
γράβιον
γραῖα
Γραῖα
View word page
γουνός
a hill
ShortDef
a hill
Debugging
Headword:
γουνός
Headword (normalized):
γουνός
Headword (normalized/stripped):
γουνος
IDX:
19347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19348
Key:
Data
{'content': 'a hill'}