Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Γορδίας
Γόρδιον
Γόριλλαι
Γόρτυν
Γορτύνιος
Γόρτυς
γορφία
γοῦν
γουνάζομαι
γούνασμα
γουνασμός
Γουνεύς
γουνόομαι
γουνοπαγής
γουνοπαχής
γουνός
γούντη
γοῦρος
Γοῦττας
γουττᾶτον
γοώδης
View word page
γουνασμός
supplication
ShortDef
supplication
Debugging
Headword:
γουνασμός
Headword (normalized):
γουνασμός
Headword (normalized/stripped):
γουνασμος
IDX:
19342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19343
Key:
Data
{'content': 'supplication'}