Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γοργωπός
Γορδίας
Γόρδιον
Γόριλλαι
Γόρτυν
Γορτύνιος
Γόρτυς
γορφία
γοῦν
γουνάζομαι
γούνασμα
γουνασμός
Γουνεύς
γουνόομαι
γουνοπαγής
γουνοπαχής
γουνός
γούντη
γοῦρος
Γοῦττας
γουττᾶτον
View word page
γούνασμα
supplication

ShortDef

supplication

Debugging

Headword:
γούνασμα
Headword (normalized):
γούνασμα
Headword (normalized/stripped):
γουνασμα
IDX:
19341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19342
Key:

Data

{'content': 'supplication'}