Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γοργός
γοργότης
Γοργοτομία
Γοργοφόνος
Γοργυθίων
γόργυρα
Γοργώ
γοργωπός
Γορδίας
Γόρδιον
Γόριλλαι
Γόρτυν
Γορτύνιος
Γόρτυς
γορφία
γοῦν
γουνάζομαι
γούνασμα
γουνασμός
Γουνεύς
γουνόομαι
View word page
Γόριλλαι
gorilla

ShortDef

gorilla

Debugging

Headword:
Γόριλλαι
Headword (normalized):
γόριλλαι
Headword (normalized/stripped):
γοριλλαι
IDX:
19334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19335
Key:

Data

{'content': 'gorilla'}