Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Γοργονώδης
Γοργόνωτος
γοργόομαι
γοργός
γοργότης
Γοργοτομία
Γοργοφόνος
Γοργυθίων
γόργυρα
Γοργώ
γοργωπός
Γορδίας
Γόρδιον
Γόριλλαι
Γόρτυν
Γορτύνιος
Γόρτυς
γορφία
γοῦν
γουνάζομαι
γούνασμα
View word page
γοργωπός
fierce-eyed

ShortDef

fierce-eyed

Debugging

Headword:
γοργωπός
Headword (normalized):
γοργωπός
Headword (normalized/stripped):
γοργωπος
IDX:
19331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19332
Key:

Data

{'content': 'fierce-eyed'}