Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Γοργόνειος
Γοργονώδης
Γοργόνωτος
γοργόομαι
γοργός
γοργότης
Γοργοτομία
Γοργοφόνος
Γοργυθίων
γόργυρα
Γοργώ
γοργωπός
Γορδίας
Γόρδιον
Γόριλλαι
Γόρτυν
Γορτύνιος
Γόρτυς
γορφία
γοῦν
γουνάζομαι
View word page
Γοργώ
the Gorgon

ShortDef

the Gorgon

Debugging

Headword:
Γοργώ
Headword (normalized):
γοργώ
Headword (normalized/stripped):
γοργω
IDX:
19330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19331
Key:

Data

{'content': 'the Gorgon'}