Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γοργία
Γοργιάζω
Γοργίας
Γοργίειος
Γοργολόφας
Γοργονεία
Γοργόνειος
Γοργονώδης
Γοργόνωτος
γοργόομαι
γοργός
γοργότης
Γοργοτομία
Γοργοφόνος
Γοργυθίων
γόργυρα
Γοργώ
γοργωπός
Γορδίας
Γόρδιον
Γόριλλαι
View word page
γοργός
grim, fierce, terrible

ShortDef

grim, fierce, terrible

Debugging

Headword:
γοργός
Headword (normalized):
γοργός
Headword (normalized/stripped):
γοργος
IDX:
19324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19325
Key:

Data

{'content': 'grim, fierce, terrible'}