Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γονυπλήξ
γόος
Γοργάς
Γόργειος
γοργεύω
γοργία
Γοργιάζω
Γοργίας
Γοργίειος
Γοργολόφας
Γοργονεία
Γοργόνειος
Γοργονώδης
Γοργόνωτος
γοργόομαι
γοργός
γοργότης
Γοργοτομία
Γοργοφόνος
Γοργυθίων
γόργυρα
View word page
Γοργονεία
coral

ShortDef

coral

Debugging

Headword:
Γοργονεία
Headword (normalized):
γοργονεία
Headword (normalized/stripped):
γοργονεια
IDX:
19319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19320
Key:

Data

{'content': 'coral'}