Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γονυκαυσαγρύπνα
γονυκλινέω
γονυκλινής
γονύκροτος
γονυπετέω
γονυπετής
γονυπλήξ
γόος
Γοργάς
Γόργειος
γοργεύω
γοργία
Γοργιάζω
Γοργίας
Γοργίειος
Γοργολόφας
Γοργονεία
Γοργόνειος
Γοργονώδης
Γοργόνωτος
γοργόομαι
View word page
γοργεύω
move rapidly, hasten

ShortDef

move rapidly, hasten

Debugging

Headword:
γοργεύω
Headword (normalized):
γοργεύω
Headword (normalized/stripped):
γοργευω
IDX:
19313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19314
Key:

Data

{'content': 'move rapidly, hasten'}