Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γονυκαμψεπίκυρτος
γονυκαυσαγρύπνα
γονυκλινέω
γονυκλινής
γονύκροτος
γονυπετέω
γονυπετής
γονυπλήξ
γόος
Γοργάς
Γόργειος
γοργεύω
γοργία
Γοργιάζω
Γοργίας
Γοργίειος
Γοργολόφας
Γοργονεία
Γοργόνειος
Γοργονώδης
Γοργόνωτος
View word page
Γόργειος
of the Gorgon

ShortDef

of the Gorgon

Debugging

Headword:
Γόργειος
Headword (normalized):
γόργειος
Headword (normalized/stripped):
γοργειος
IDX:
19312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19313
Key:

Data

{'content': 'of the Gorgon'}