Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γόνυ
γονυαλγής
γονυκαμψεπίκυρτος
γονυκαυσαγρύπνα
γονυκλινέω
γονυκλινής
γονύκροτος
γονυπετέω
γονυπετής
γονυπλήξ
γόος
Γοργάς
Γόργειος
γοργεύω
γοργία
Γοργιάζω
Γοργίας
Γοργίειος
Γοργολόφας
Γοργονεία
Γοργόνειος
View word page
γόος
weeping, wailing, groaning, howling, mourning, lamentation

ShortDef

weeping, wailing, groaning, howling, mourning, lamentation

Debugging

Headword:
γόος
Headword (normalized):
γόος
Headword (normalized/stripped):
γοος
IDX:
19310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19311
Key:

Data

{'content': 'weeping, wailing, groaning, howling, mourning, lamentation'}