Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἰγυπιός
Αἰγυπτιάζω
Αἰγυπτιακός
Αἰγυπτιασμός
Αἰγύπτιος
Αἰγυπτιόω
Αἰγυπτιστί
Αἰγυπτιώδης
Αἰγυπτογενής
Αἰγυπτόνδε
Αἴγυπτος
Αἶγυς
Αἰγύτης
Αἰγῦτις
αἰγωλιός
αἰγῶνυξ
αἰγωπός
Ἀΐδας
αἰδέομαι
αἰδέσιμος
αἰδεσιμότης
View word page
Αἴγυπτος
Egypt (f.); king Aegyptus (m.)
ShortDef
Egypt (f.); king Aegyptus (m.)
Debugging
Headword:
Αἴγυπτος
Headword (normalized):
αἴγυπτος
Headword (normalized/stripped):
αιγυπτος
IDX:
1930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1931
Key:
Data
{'content': 'Egypt (f.); king Aegyptus (m.)'}