Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γόνος
γονοτύλη
γόνυ
γονυαλγής
γονυκαμψεπίκυρτος
γονυκαυσαγρύπνα
γονυκλινέω
γονυκλινής
γονύκροτος
γονυπετέω
γονυπετής
γονυπλήξ
γόος
Γοργάς
Γόργειος
γοργεύω
γοργία
Γοργιάζω
Γοργίας
Γοργίειος
Γοργολόφας
View word page
γονυπετής
falling on the knee

ShortDef

falling on the knee

Debugging

Headword:
γονυπετής
Headword (normalized):
γονυπετής
Headword (normalized/stripped):
γονυπετης
IDX:
19308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19309
Key:

Data

{'content': 'falling on the knee'}