Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γονορρυέω
γόνος
γονοτύλη
γόνυ
γονυαλγής
γονυκαμψεπίκυρτος
γονυκαυσαγρύπνα
γονυκλινέω
γονυκλινής
γονύκροτος
γονυπετέω
γονυπετής
γονυπλήξ
γόος
Γοργάς
Γόργειος
γοργεύω
γοργία
Γοργιάζω
Γοργίας
Γοργίειος
View word page
γονυπετέω
to fall on the knee, to fall down before
ShortDef
to fall on the knee, to fall down before
Debugging
Headword:
γονυπετέω
Headword (normalized):
γονυπετέω
Headword (normalized/stripped):
γονυπετεω
IDX:
19307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19308
Key:
Data
{'content': 'to fall on the knee, to fall down before'}