Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γονόρροια
γονορροϊκός
γονορρυέω
γόνος
γονοτύλη
γόνυ
γονυαλγής
γονυκαμψεπίκυρτος
γονυκαυσαγρύπνα
γονυκλινέω
γονυκλινής
γονύκροτος
γονυπετέω
γονυπετής
γονυπλήξ
γόος
Γοργάς
Γόργειος
γοργεύω
γοργία
Γοργιάζω
View word page
γονυκλινής
on bended knee
ShortDef
on bended knee
Debugging
Headword:
γονυκλινής
Headword (normalized):
γονυκλινής
Headword (normalized/stripped):
γονυκλινης
IDX:
19305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19306
Key:
Data
{'content': 'on bended knee'}