Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γονοποιέω
γονοποιΐα
γονοπώτης
γονόρροια
γονορροϊκός
γονορρυέω
γόνος
γονοτύλη
γόνυ
γονυαλγής
γονυκαμψεπίκυρτος
γονυκαυσαγρύπνα
γονυκλινέω
γονυκλινής
γονύκροτος
γονυπετέω
γονυπετής
γονυπλήξ
γόος
Γοργάς
Γόργειος
View word page
γονυκαμψεπίκυρτος
twisting the knee awry

ShortDef

twisting the knee awry

Debugging

Headword:
γονυκαμψεπίκυρτος
Headword (normalized):
γονυκαμψεπίκυρτος
Headword (normalized/stripped):
γονυκαμψεπικυρτος
IDX:
19302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19303
Key:

Data

{'content': 'twisting the knee awry'}