Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γονοειδής
γονόεις
Γονόεσσα
γονοκτονέω
γονοκτονία
γονοποιέω
γονοποιΐα
γονοπώτης
γονόρροια
γονορροϊκός
γονορρυέω
γόνος
γονοτύλη
γόνυ
γονυαλγής
γονυκαμψεπίκυρτος
γονυκαυσαγρύπνα
γονυκλινέω
γονυκλινής
γονύκροτος
γονυπετέω
View word page
γονορρυέω
to be subject to spermatorrhoea

ShortDef

to be subject to spermatorrhoea

Debugging

Headword:
γονορρυέω
Headword (normalized):
γονορρυέω
Headword (normalized/stripped):
γονορρυεω
IDX:
19297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19298
Key:

Data

{'content': 'to be subject to spermatorrhoea'}